παπόρι

παπόρι
το
βλ. βαπόρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παπόρι — το βλ. βαπόρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαπόρι — και παπόρι, το 1. ατμόπλοιο 2. φρ. α) «γίνομαι βαπόρι» εξοργίζομαι β) «τον έκανα βαπόρι» τον εξόργισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vapore «ατμός, ατμόπλοιο») < λατ. vapor( ōris) «ατμός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”